- ἀποκόπτει
- ἀποκόπτωcut offpres ind mp 2nd sgἀποκόπτωcut offpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτομίς — ἐκτομίς, η (Α) (θηλ. τού εκτομεύς) η εκτέμνουσα 1. εργαλείο για εκτομές («δρεπάνη ἐκτομὶς καυλῶν» το δρεπάνι που αποκόπτει τους καλαμένιους κορμούς τών φυτών, Ανθ. Παλ.) 2. ἐκτομίς (μήτρα) εκβολάς* Αθήν … Dictionary of Greek
λώθρα — η 1. το οξύ μέρος τών καρφιών, το οποίο αποκόπτει και πετάει ο πεταλωτής, αφού καρφώσει το πέταλο στην οπλή τών ίππων, τών όνων ή τών ημιόνων 2. μτφ. πράγμα άχρηστο ή ευκαταφρόνητο, ανάξιο προσοχής 3. φρ. α) «να μη μείνει λώθρα» (λέγεται ως… … Dictionary of Greek
νευροτόμος — νευροτόμος, ον (Α) αυτός που αποκόπτει τα νεύρα, τους τένοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λινο τόμος, μοσχο τόμος] … Dictionary of Greek
στερακτίνιο — το, Ν μονάδα μέτρησης στερεών γωνιών που έχει σύμβολο sr και είναι ίση με τη στερεά γωνία που έχει την κορυφή της στο κέντρο σφαίρας και αποκόπτει στην επιφάνεια τής σφαίρας αυτής εμβαδόν ίσο με το τετράγωνο τής ακτίνας τής σφαίρας, δηλαδή R2,… … Dictionary of Greek
Κουρλάνδη — (Kurland). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 26.000 τ. χλμ.) της βορειοανατολικής Ευρώπης, στην ακτή της Βαλτικής θάλασσας, στις δυτικές όχθες του κόλπου της Ρίγα και ΝΔ του ποταμού Ντβίνα. Σήμερα αποτελεί το δυτικό μέρος της Λετονίας. Αναφέρεται … Dictionary of Greek